- αράχνιασμα
- το образование паутины
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αραχνιάζω — ιασα, ιασμένος, σκεπάζομαι από ιστούς αράχνης, από αραχνιές: Βρήκαμε το σπίτι αραχνιασμένο και μέσα στη σκόνη. Ουσ. αράχνιασμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)